αλλοτροπισμός

αλλοτροπισμός
ο Χημ.
η μετατροπή μιας αλλοτροπικής μορφής, ενός στοιχείου ή μιας ενώσεως, σε μια άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allotropism < allo- (πρβλ. αλλο-) + tropism (πρβλ. τροπισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλότροπος — η, ο (Α ἀλλότροπος, ον) αυτός που εμφανίζεται κατ άλλο τρόπο, ασυνήθιστος, παράδοξος, αλλόκοτος ΙΙ επίρρ. ἀλλοτρόπως με άλλο, με διαφορετικό τρόπο, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τρόπος. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλλοτροπία νεοελλ. αλλοτροπικός,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — αλλοτροπία, η και αλλοτροπισμός, ο (χημ.), η ιδιότητα μερικών στοιχείων να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές (πολυμορφισμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”